Publication - Narrative development in Greek L1 and child L2 [in Greek]
PROJECTS

Narrative development in Greek L1 and child L2 [in Greek]

Research Area:  
    
Type:  
Phd Thesis

 

Year: 2010
Authors: Spyridoula Stamouli
University: National and Kapodistrian University of Athens
Address: Αθήνα
Abstract:
Αντικείμενο της προκείμενης μελέτης είναι η διερεύνηση της ανάπτυξης του αφηγηματικού λόγου σε παιδιά με μητρική γλώσσα (Γ1) την Ελληνική και σε παιδιά που κατακτούν την Ελληνική ως δεύτερη γλώσσα (Γ2). Η μελέτη τοποθετείται στη συμβολή τριών ερευνητικών πεδίων: α) της κατάκτησης της Γ1, β) της κατάκτησης της Γ2 από παιδιά και γ) της ανάλυσης του λόγου. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η ικανότητα των παιδιών να δομούν εκτεταμένο λόγο ο οποίος διαθέτει συνεκτικότητα και συνοχή αναπτύσσεται πολύ πιο αργά σε σχέση με τη διαδικασία κατάκτησης του γραμματικού συστήματος της γλώσσας. Αυτή η αναπτυξιακή πορεία περιλαμβάνει το συσχετισμό γλωσσικών δομών που έχουν ήδη κατακτηθεί με νέες κειμενικές λειτουργίες. Η προκείμενη μελέτη διερευνά την ανάπτυξη του αφηγηματικού λόγου τόσο ως προς τη συνεκτικότητα όσο και ως προς τη συνοχή, με κύριο στόχο να αναδείξει τις συνιστώσες της αφηγηματικής ικανότητας και τον τρόπο με τον οποίο αυτές μεταβάλλονται σε συνάρτηση με την ηλικία των ομιλητών, στην περίπτωση της Γ1, και του επιπέδου γλωσσικής επάρκειας, στην περίπτωση της Γ2. Τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα για την ανάπτυξη της Ελληνικής τόσο ως Γ1 όσο και ως Γ2 στα οποία η προκείμενη μελέτη επιχειρεί να απαντήσει είναι τα εξής: α) Πώς αναπτύσσεται η ικανότητα των ομιλητών να σηματοδοτούν τα γεγονότα μιας ιστορίας ως συστατικά μιας ευρύτερης αφηγηματικής μακροδομής; β) Ποια είναι η πορεία κατάκτησης των γλωσσικών μέσων με τα οποία πραγματοποιείται η αναφορά στους χαρακτήρες μιας ιστορίας; Η μελέτη είναι συγχρονική. Το δείγμα των ομιλητών της Ελληνικής ως Γ1 περιλαμβάνει τέσσερις ηλικιακές ομάδες: παιδιά ηλικίας 7, 9 και 12 χρόνων και ενήλικες. Οι ομιλητές της Ελληνικής ως Γ2 είναι μαθητές των μειονοτικών δημοτικών σχολείων της Θράκης και έχουν ως μητρική γλώσσα την Τουρκική. Το δείγμα περιλαμβάνει παιδιά ηλικίας 9 και 12 χρόνων, τα οποία ανήκουν σε τρία επίπεδα γλωσσικής επάρκειας, όπως αυτά περιγράφονται στο Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες (Common European Framework of Reference for Languages): στοιχειώδες (Α1), εισαγωγικό (Α2), βασικό (Β1). Οι ομιλητές παρήγαγαν γραπτό αφηγηματικό λόγο, ο οποίος εκμαιεύθηκε με τη βοήθεια μιας σύντομης εικονογραφημένης ιστορίας. Από τα αποτελέσματα σχετικά με την ανάπτυξη του αφηγηματικού λόγου στην Ελληνική ως Γ1 διαπιστώθηκε ότι μεταξύ 7 και 12 χρόνων αναπτύσσεται η ικανότητα των παιδιών: α) να σηματοδοτούν τα γεγονότα της ιστορίας ως δομικά συστατικά επεισοδίων, β) να σηματοδοτούν τις ενέργειες των χαρακτήρων της ιστορίας ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου δράσης για την επίτευξη ενός στόχου, γ) να σηματοδοτούν την αιτιακή σχέση μεταξύ βασικών γεγονότων γύρω από τα οποία αναπτύσσονται τα επεισόδια της ιστορίας και δ) να χρησιμοποιούν αξιολογικό λόγο για να εκφράσουν την υποκειμενική τους στάση απέναντι στα γεγονότα της ιστορίας. Ωστόσο, οι παραπάνω ικανότητες αναπτύσσονται και μετά την ηλικία των 12 χρόνων και εμφανίζονται πλήρως ανεπτυγμένες μόνο στους ενήλικες ομιλητές. Ενώ σε όλες τις ηλικιακές ομάδες των παιδιών επικρατεί η τάση της απλής αναφοράς στα γεγονότα και της επισήμανσης των χρονικών παρά των αιτιακών σχέσεων που τα συνδέουν, οι ενήλικες ομιλητές είναι σε θέση να οργανώνουν συστηματικά τα γεγονότα σε ένα δίκτυο ιεραρχικών και αιτιακά συνδεόμενων δομικών μονάδων και να δημιουργούν ενδιαφέρουσες αφηγήσεις χρησιμοποιώντας ποικιλία αξιολογικών μέσων, τόσο σε τοπικό όσο και σε πιο συνολικό επίπεδο κειμενικής οργάνωσης. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι ήδη από την ηλικία των 7 χρόνων τα παιδιά είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν ενδοκειμενική χρήση των αναφορικών εκφράσεων για να εισαγάγουν, να διατηρήσουν και να επανεισαγάγουν με επιτυχία τους χαρακτήρες της ιστορίας. Ωστόσο, τα παιδιά σταδιακά αποκτούν την ικανότητα να ενσωματώνουν στις αναφορικές εκφράσεις και άλλες λειτουργίες, όπως η αξιολόγηση των χαρακτήρων και η δήλωση των κινήτρων τους. Επιπλέον, επηρεάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τους ενήλικες από γραμματικούς παρά από κειμενικούς παράγοντες για την επιλογή αναφορικών εκφράσεων. Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι η γνωσιακά απαιτητική για τα παιδιά διαδικασία παραγωγής αφηγηματικού λόγου δεν επιτρέπει τον παράλληλο έλεγχο των συνοχικών και συνεκτικών μηχανισμών. Τα παιδιά ακόμη και μέχρι την ηλικία των 12 χρόνων εστιάζουν κυρίως στον έλεγχο των γλωσσικών στοιχείων που πραγματώνουν την αναφορά στους πρωταγωνιστές και τη χρονική διαδοχή, χωρίς ταυτόχρονα να είναι σε θέση να χειριστούν επαρκώς τη μακροδομή. Ως αποτέλεσμα αυτού, αν και συγκροτούν τον αφηγηματικό "σκελετό", αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην παραγωγή πολύπλοκων και συνεκτικών αφηγήσεων. Όσον αφορά την ανάπτυξη του αφηγηματικού λόγου στην Ελληνική ως Γ2, διαπιστώθηκε ότι η δυνατότητα χειρισμού του αφηγηματικού σχήματος και δημιουργίας της συνοχής του κειμένου μέσω του μηχανισμού της αναφοράς απαιτεί ένα ορισμένο "κατώφλι" γλωσσικής ανάπτυξης το οποίο αντιστοιχεί στο επίπεδο Α1. Από το επίπεδο Α2 και μετά διαπιστώνεται σαφής ανάπτυξη ως προς τη δυνατότητα συγκρότησης της αφηγηματικής δομής, καθώς οι ιστορίες διαθέτουν αναφορική και χρονική αλληλουχία, ενώ τα επεισόδια διαθέτουν βασικά δομικά συστατικά, όπως ο στόχος των πρωταγωνιστών. Επίσης, από το επίπεδο Α2 και μετά οι ομιλητές είναι σε θέση να διακρίνουν τις τρεις αναφορικές λειτουργίες στο επίπεδο του λόγου -της εισαγωγής, της διατήρησης και της επανεισαγωγής ενός χαρακτήρα- μέσω διαφοροποιημένων επιλογών τύπων αναφορικών εκφράσεων της Ελληνικής. Η ανάπτυξη από το επίπεδο Α2 στο Β1 εντοπίζεται κυρίως: α) στη συχνότερη δήλωση των αιτιακών σχέσεων μεταξύ των γεγονότων, β) στη χρήση πιο επεξεργασμένων και εξειδικευμένων μέσων για τη δήλωση των χρονικών και αιτιακών σχέσεων, γ) στην καταλληλότερη χρήση των τύπων της γλώσσας-στόχου για τη δήλωση της αναφοράς και δ) στη μείωση της επίδρασης της μητρικής γλώσσας στη διαγλώσσα των ομιλητών. Ωστόσο, η ικανότητα δημιουργίας δομικά άρτιων αφηγήσεων οι οποίες ξεπερνούν το επίπεδο της γραμμικής παράθεσης των γεγονότων απαιτεί γνώση της γλώσσας-στόχου η οποία, στην περίπτωση των παιδιών-ομιλητών της Ελληνικής ως Γ2, αντιστοιχεί σε ένα υψηλότερο επίπεδο γλωσσικής επάρκειας από αυτό του επιπέδου Β1.
[Bibtex]