Η έρευνα για τον προσδιορισμό του επιπέδου ελληνομάθειας των μαθητών μειονοτικών δημοτικών σχολείων πραγματοποιήθηκε την περίοδο 2002-2004. Η έρευνα αυτή τοποθετείται στη συμβολή δύο πεδίων: το πεδίο της γλωσσικής αξιολόγησης, αφενός, και της κατάκτησης της δεύτερης γλώσσας, αφετέρου. Ο στόχος της έρευνας ήταν διττός: από τη μια πλευρά, η μέτρηση της γλωσσικής ικανότητας στα Ελληνικά του συγκεκριμένου μαθητικού πληθυσμού με βάση μια αντικειμενική κλίμακα γλωσσικής επάρκειας και από την άλλη πλευρά η συλλογή δεδομένων για τη μελέτη της εξελικτικής πορείας εκμάθησης της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας.
Η μέτρηση της γλωσσομάθειας προϋποθέτει πριν από όλα την υιοθέτηση μιας κλίμακας αξιολόγησης, δηλαδή μιας κλίμακας στην οποία περιγράφονται οι γλωσσικές δυνατότητες του ομιλητή κάθε επιπέδου γλωσσομάθειας. Στην προκείμενη έρευνα υιοθετήθηκε η κλίμακα του Κοινού Ευρωπαϊκού Πλαισίου Αναφοράς για τις Γλώσσες (ΚΕΠ) (Common European Framework of Reference for Languages, 2001 ). Η κλίμακα αυτή προσαρμόστηκε για τις ανάγκες της συγκεκριμένης έρευνας, έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις γλωσσικές και τις γνωσιακές ικανότητες του συγκεκριμένου μαθητικού πληθυσμού.
Έχοντας ως βάση την προσαρμοσμένη κλίμακα του ΚΕΠ καθώς και ένα πλαίσιο συγκεκριμένων προδιαγραφών που διασφαλίζουν την εγκυρότητα της διαδικασίας αξιολόγησης σχεδιάστηκαν τρία τεστ αυξανόμενης δυσκολίας, τα Ας Μιλήσουμε Ελληνικά Ι, ΙΙ και ΙΙΙ, ένα για κάθε δύο τάξεις του δημοτικού, τα οποία συνοδεύονταν από μία προφορική συνέντευξη κλιμακούμενης δυσκολίας.
Τα τεστ δόθηκαν σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 252 μαθητών του δημοτικού, στο οποίο περιλαμβάνονται μαθητές όλων των τάξεων, και των δύο φύλων, αστικών και αγροτικών περιοχών της Ξάνθης και Ροδόπης με μητρική γλώσσα την τουρκική, την πομακική και τη ρομανί. Δόθηκαν επίσης σε μια ομάδα ελληνόφωνου πληθυσμού με τα ίδια κοινωνικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά, η οποία χρησίμευσε για μια μερική στάθμιση των τεστ.
Παράλληλα με τα τεστ δόθηκε ένα ερωτηματολόγιο με βάση το οποίο συλλέχθηκαν στοιχεία για τα κοινωνικά, δημογραφικά και γλωσσικά χαρακτηριστικά των παιδιών. Τα στοιχεία αυτά εισήχθησαν σε μια βάση δεδομένων και αποτέλεσαν τα μεταδεδομένα των τεστ επίδοσης.
Όλοι οι βαθμοί εισήχθησαν ανά ερώτημα στη βάση δεδομένων. Η συνολική βαθμολογία και η κατάταξη σε επίπεδα ελληνομάθειας από τη ΒΔ. Οι βαθμολογίες σε συνδυασμό με τα κοινωνικά, δημογραφικά και γλωσσικά μεταδεδομένα επέτρεψαν τη μελέτη των ενδεχόμενων διασυνδέσεων ανάμεσα στα επίπεδα ελληνομάθειας και τις ποικίλες κοινωνικές και ατομικές παραμέτρους
Τα δεδομένα γραπτού και προφορικού λόγου που συλλέχθηκαν με βάση τα τεστ, μεταγράφηκαν με χρήση των προγραμμάτων CHILDES και εισήχθησαν σε μια δεύτερη βάση δεδομένων. Συγκροτήθηκε με αυτό τον τρόπο ένα σώμα κειμένων, πολύτιμο για την μελέτη της ελληνικής ως Γ2, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει όλο το φάσμα της ανάπτυξης. Τμήμα του σώματος κειμένων έχει επισημειωθεί από ερευνητές της δεύτερης γλώσσας για τις ανάγκες μελετών που αφορούν επιμέρους φαινόμενα της γλωσσικής ανάπτυξης.
|